παρθενώ

παρθενώ
-όω, Α [παρθένος]
καθιστώ κάποιον παρθένο, εξαγνίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Παρθένω — Παρθένος masc nom/voc/acc dual Παρθένος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένω — παρθένος fem nom/voc/acc dual παρθένος fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρθένῳ — Παρθένος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένῳ — παρθένος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρθένωι — Παρθένῳ , Παρθένος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένωι — παρθένῳ , παρθένος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PALUMBES seu PALUMBUS — PALUMBES, seu PALUMBUS columba silvestris est, Hebr. columba arborum, seu nemorum, in titul. Psalmi 56. quod in silvis degit, et in arboribus nidificat. Theocritus Idyll. 3. Κἠγὼ μὲν δώσω τῇ παρθένῳ αὐτίκα φάσσαν, Ε᾿κ τᾶς ἀρκεύθω καθελών. Et ego… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

  • συμπλάσσω — και αττ. τ. συμπλάττω Α [πλάσσω] 1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι 3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”